σταβλισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σταβλισμένος | η | σταβλισμένη | το | σταβλισμένο |
| γενική | του | σταβλισμένου | της | σταβλισμένης | του | σταβλισμένου |
| αιτιατική | τον | σταβλισμένο | τη | σταβλισμένη | το | σταβλισμένο |
| κλητική | σταβλισμένε | σταβλισμένη | σταβλισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σταβλισμένοι | οι | σταβλισμένες | τα | σταβλισμένα |
| γενική | των | σταβλισμένων | των | σταβλισμένων | των | σταβλισμένων |
| αιτιατική | τους | σταβλισμένους | τις | σταβλισμένες | τα | σταβλισμένα |
| κλητική | σταβλισμένοι | σταβλισμένες | σταβλισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σταβλισμένος < σταβλίζω
Μετοχή
σταβλισμένος
- (για ζώα) που βρίσκεται και μεγαλώνει, που εκτρέφεται, σε εσωτερικό χώρο, όχι ελευθέρας βοσκής
Μεταφράσεις
σταβλισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.