στέπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στέπα | οι | στέπες |
| γενική | της | στέπας | των | στεπών |
| αιτιατική | τη | στέπα | τις | στέπες |
| κλητική | στέπα | στέπες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

στέπα στη Ρωσία
Ετυμολογία
- στέπα < (άμεσο δάνειο) ρωσική степь
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈste.pa/
Ουσιαστικό
στέπα θηλυκό
- (γεωγραφία) οικοσύστημα της Κεντρικής Ασίας που χαρακτηρίζεται από απέραντες εκτάσεις χορταριού και έλλειψη βροχόπτωσης
-
στέπα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.