στέπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στέπα οι στέπες
      γενική της στέπας των στεπών
    αιτιατική τη στέπα τις στέπες
     κλητική στέπα στέπες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
στέπα στη Ρωσία

Ετυμολογία

στέπα < (άμεσο δάνειο) ρωσική степь

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈste.pa/

Ουσιαστικό

στέπα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.