στέναγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στέναγμα | τα | στενάγματα |
| γενική | του | στενάγματος | των | στεναγμάτων |
| αιτιατική | το | στέναγμα | τα | στενάγματα |
| κλητική | στέναγμα | στενάγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στέναγμα < αρχαία ελληνική στέναγμα < στενάζω
Ουσιαστικό
στέναγμα ουδέτερο
- στεναγμός, αναστεναγμός, αναστέναγμα, το αποτέλεσμα του στενάζω, το βογκητό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.