σταθμίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
σταθμίσεις
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
σταθμίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στάθμιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.