σπληνογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπληνογραφικός | η | σπληνογραφική | το | σπληνογραφικό |
| γενική | του | σπληνογραφικού | της | σπληνογραφικής | του | σπληνογραφικού |
| αιτιατική | τον | σπληνογραφικό | τη | σπληνογραφική | το | σπληνογραφικό |
| κλητική | σπληνογραφικέ | σπληνογραφική | σπληνογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπληνογραφικοί | οι | σπληνογραφικές | τα | σπληνογραφικά |
| γενική | των | σπληνογραφικών | των | σπληνογραφικών | των | σπληνογραφικών |
| αιτιατική | τους | σπληνογραφικούς | τις | σπληνογραφικές | τα | σπληνογραφικά |
| κλητική | σπληνογραφικοί | σπληνογραφικές | σπληνογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπληνογραφικός < σπληνογραφία + -ικός
Μεταφράσεις
σπληνογραφικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.