σπιριτουαλίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπιριτουαλίστρια | οι | σπιριτουαλίστριες |
| γενική | της | σπιριτουαλίστριας | των | σπιριτουαλιστριών |
| αιτιατική | τη | σπιριτουαλίστρια | τις | σπιριτουαλίστριες |
| κλητική | σπιριτουαλίστρια | σπιριτουαλίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπιριτουαλίστρια < σπιριτουαλισ(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /spi.ɾi.t.u.aˈli.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπι‐ρι‐του‐α‐λί‐στρι‐α
Μεταφράσεις
σπιριτουαλίστρια
|
|
Αναφορές
- σπιριτουαλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.