σπινθηρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπινθηρισμός τα σπινθηρίσμοςτα
      γενική του σπινθηρίσμοςτος των σπινθηρισμόςτων
    αιτιατική το σπινθηρισμός τα σπινθηρίσμοςτα
     κλητική σπινθηρισμός σπινθηρίσμοςτα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπινθηρισμός < μεσαιωνική ελληνική σπινθηρισμός[1] < ελληνιστική κοινή σπινθηρίζω[2] < αρχαία ελληνική σπινθήρ[3]

Ουσιαστικό

σπινθηρισμός ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σπινθηρισμός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. σπινθηρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  3. σπινθήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.