σπετσέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σπετσέρης | οι | σπετσέρηδες |
| γενική | του | σπετσέρη | των | σπετσέρηδων |
| αιτιατική | τον | σπετσέρη | τους | σπετσέρηδες |
| κλητική | σπετσέρη | σπετσέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπετσέρης < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- σπετσερία
- σπετσαρία
Μεταφράσεις
σπετσέρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.