σπετσαρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπετσαρία οι σπετσαρίες
      γενική της σπετσαρίας των σπετσαριών
    αιτιατική τη σπετσαρία τις σπετσαρίες
     κλητική σπετσαρία σπετσαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπετσαρία < ιταλική spezieria < spezia +‎ -eria

Ουσιαστικό

σπετσαρία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.