σπαρτιάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαρτιάτικος η σπαρτιάτικη το σπαρτιάτικο
      γενική του σπαρτιάτικου της σπαρτιάτικης του σπαρτιάτικου
    αιτιατική τον σπαρτιάτικο τη σπαρτιάτικη το σπαρτιάτικο
     κλητική σπαρτιάτικε σπαρτιάτικη σπαρτιάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαρτιάτικοι οι σπαρτιάτικες τα σπαρτιάτικα
      γενική των σπαρτιάτικων των σπαρτιάτικων των σπαρτιάτικων
    αιτιατική τους σπαρτιάτικους τις σπαρτιάτικες τα σπαρτιάτικα
     κλητική σπαρτιάτικοι σπαρτιάτικες σπαρτιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπαρτιάτικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

σπαρτιάτικος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.