σπαργανωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπαργανωτός | η | σπαργανωτή | το | σπαργανωτό |
| γενική | του | σπαργανωτού | της | σπαργανωτής | του | σπαργανωτού |
| αιτιατική | τον | σπαργανωτό | τη | σπαργανωτή | το | σπαργανωτό |
| κλητική | σπαργανωτέ | σπαργανωτή | σπαργανωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπαργανωτοί | οι | σπαργανωτές | τα | σπαργανωτά |
| γενική | των | σπαργανωτών | των | σπαργανωτών | των | σπαργανωτών |
| αιτιατική | τους | σπαργανωτούς | τις | σπαργανωτές | τα | σπαργανωτά |
| κλητική | σπαργανωτοί | σπαργανωτές | σπαργανωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπαργανωτός < σπαργανώνω + -τός
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σπάργανα
Μεταφράσεις
σπαργανωτός
|
Πηγές
- σπαργανωτός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.