σπαγγιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπαγγιά οι σπαγγιές
      γενική της σπαγγιάς των σπαγγιών
    αιτιατική τη σπαγγιά τις σπαγγιές
     κλητική σπαγγιά σπαγγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπαγγιά < σπάγγος + -ιά

Ουσιαστικό

σπαγγιά[1] θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.