σπίτωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπίτωμα τα σπιτώματα
      γενική του σπιτώματος των σπιτωμάτων
    αιτιατική το σπίτωμα τα σπιτώματα
     κλητική σπίτωμα σπιτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπίτωμα < σπιτώνω + -μα

Ουσιαστικό

σπίτωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.