σοφεράντζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σοφεράντζα οι σοφεράντζες
      γενική της σοφεράντζας
    αιτιατική τη σοφεράντζα τις σοφεράντζες
     κλητική σοφεράντζα σοφεράντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σοφεράντζα < σοφέρ + -άντζα

Προφορά

ΔΦΑ : /so.feˈɾan.d͡za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σοφεράντζα

Ουσιαστικό

σοφεράντζα θηλυκό

  • (παρωχημένο, ειρωνικό) ο σοφέρ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.