σοφέρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σοφέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική chauffeur < chauffer + -eur < παλαιά γαλλική échauffer < λατινική excalfacere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος excalfacio < ex + calfacio < calefacio < caleo + facio
Προφορά
- ΔΦΑ : /soˈfeɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐φέρ
Συγγενικά
- σοφεράκι
- σοφεράντζα
- σοφερίνα
- → δείτε τη λέξη ρεσό
-
σοφέρ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.