σουμεριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σουμεριακός | η | σουμεριακή | το | σουμεριακό |
| γενική | του | σουμεριακού | της | σουμεριακής | του | σουμεριακού |
| αιτιατική | τον | σουμεριακό | τη | σουμεριακή | το | σουμεριακό |
| κλητική | σουμεριακέ | σουμεριακή | σουμεριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σουμεριακοί | οι | σουμεριακές | τα | σουμεριακά |
| γενική | των | σουμεριακών | των | σουμεριακών | των | σουμεριακών |
| αιτιατική | τους | σουμεριακούς | τις | σουμεριακές | τα | σουμεριακά |
| κλητική | σουμεριακοί | σουμεριακές | σουμεριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σουμεριακός < Σουμέριος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.