σουδανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σουδανικός | η | σουδανική | το | σουδανικό |
| γενική | του | σουδανικού | της | σουδανικής | του | σουδανικού |
| αιτιατική | τον | σουδανικό | τη | σουδανική | το | σουδανικό |
| κλητική | σουδανικέ | σουδανική | σουδανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σουδανικοί | οι | σουδανικές | τα | σουδανικά |
| γενική | των | σουδανικών | των | σουδανικών | των | σουδανικών |
| αιτιατική | τους | σουδανικούς | τις | σουδανικές | τα | σουδανικά |
| κλητική | σουδανικοί | σουδανικές | σουδανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.