σουγλί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σουγλί τα σουγλιά
      γενική του σουγλιού των σουγλιών
    αιτιατική το σουγλί τα σουγλιά
     κλητική σουγλί σουγλιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σουγλί < μεσαιωνική ελληνική σουγλί[1] / σουγλίν[1] / σουγλίον[1], υποκοριστικό του σούγλα[2] / σοῦβλα < λατινική subula

Προφορά

ΔΦΑ : /suˈɣli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σουγλί

Ουσιαστικό

σουγλί ουδέτερο

  • (σπάνιο, λαϊκότροπο) άλλη μορφή του σουβλί

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σουγλίον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. σούγλα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.