σοτάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σοτάρισμα τα σοταρίσματα
      γενική του σοταρίσματος των σοταρισμάτων
    αιτιατική το σοτάρισμα τα σοταρίσματα
     κλητική σοτάρισμα σοταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σοτάρισμα < σοτάρω + -ισμα

Ουσιαστικό

σοτάρισμα ουδέτερο

  • (μαγειρική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σοτάρω
    τσιγαρίζω λιπαρή ουσία γύρω από τρόφιμο (λίγη ώστε να σχηματιστεί κρούστα και να μην βράζει απλώς μέσα της) σε καυτό τηγάνι, ώστε να εγκλωβίσω τους χυμούς του και δευτερευόντως ώστε να μην κολλά στο τηγάνι

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.