σοδομιτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σοδομιτικός | η | σοδομιτική | το | σοδομιτικό |
| γενική | του | σοδομιτικού | της | σοδομιτικής | του | σοδομιτικού |
| αιτιατική | τον | σοδομιτικό | τη | σοδομιτική | το | σοδομιτικό |
| κλητική | σοδομιτικέ | σοδομιτική | σοδομιτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σοδομιτικοί | οι | σοδομιτικές | τα | σοδομιτικά |
| γενική | των | σοδομιτικών | των | σοδομιτικών | των | σοδομιτικών |
| αιτιατική | τους | σοδομιτικούς | τις | σοδομιτικές | τα | σοδομιτικά |
| κλητική | σοδομιτικοί | σοδομιτικές | σοδομιτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σοδομιτικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
σοδομιτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.