σοβαρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σοβαρότης | αἱ | σοβαρότητες | ||||
| γενική | τῆς | σοβαρότητος | τῶν | σοβαροτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | σοβαρότητῐ | ταῖς | σοβαρότησῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | σοβαρότητᾰ | τὰς | σοβαρότητᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | σοβαρότης | σοβαρότητες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σοβαρότητε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σοβαροτήτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- σοβαρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σοβαρό(ς) + -της
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: σοβαρότητα με διαφορετική σημασία
Πηγές
- σοβαρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.