σοβαρότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σοβαρότης αἱ σοβαρότητες
      γενική τῆς σοβαρότητος τῶν σοβαροτήτων
      δοτική τῇ σοβαρότητ ταῖς σοβαρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν σοβαρότητ τὰς σοβαρότητᾰς
     κλητική ! σοβαρότης σοβαρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σοβαρότητε
γεν-δοτ τοῖν  σοβαροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σοβαρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σοβαρό(ς) + -της
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σοβαρότητα με διαφορετική σημασία

Ουσιαστικό

σοβαρότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.