σνομπισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σνομπισμός οι σνομπισμοί
      γενική του σνομπισμού των σνομπισμών
    αιτιατική τον σνομπισμό τους σνομπισμούς
     κλητική σνομπισμέ σνομπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σνομπισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική snobisme[1] < αγγλική snob

Ουσιαστικό

σνομπισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.