σνομπιστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σνομπιστικά < σνομπιστικός + -α < σνομπ < αγγλική snob
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σνομπ
Μεταφράσεις
σνομπιστικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σνομπιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σνομπιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.