σμάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- σμάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
σμάω
- καθαρίζω με σαπούνι ή με αλοιφή
- (στην παθητική φωνή) πλένω ή επαλείφω το κεφάλι μου
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 110.2
- τότε καὶ τὴν κεφαλὴν σμᾶται μοῦνον βασιλεὺς καὶ Πέρσας δωρέεται
- είναι η μέρα που ο βασιλιάς πλένει το κεφάλι του με ανθόνερο, μονάχα τότε, και κάνει τα δώρα του στους Πέρσες·
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τότε καὶ τὴν κεφαλὴν σμᾶται μοῦνον βασιλεὺς καὶ Πέρσας δωρέεται
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 110.2
- (ελληνιστική κοινή) καθαρίζω, σκουπίζω
- σμήχω (εκτεταμένη μορφή του σμάω)
- σμήω
- ιωνικός τύπος : σμέω
Σύνθετα
- ἀποσμάω
- διασμάω
- ἐκσμάω
- ἐπισμάω
- περισμάω
- προσμάω
Παράγωγα
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- σμάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σμάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.