σμηκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σμηκτικός | η | σμηκτική | το | σμηκτικό |
| γενική | του | σμηκτικού | της | σμηκτικής | του | σμηκτικού |
| αιτιατική | τον | σμηκτικό | τη | σμηκτική | το | σμηκτικό |
| κλητική | σμηκτικέ | σμηκτική | σμηκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σμηκτικοί | οι | σμηκτικές | τα | σμηκτικά |
| γενική | των | σμηκτικών | των | σμηκτικών | των | σμηκτικών |
| αιτιατική | τους | σμηκτικούς | τις | σμηκτικές | τα | σμηκτικά |
| κλητική | σμηκτικοί | σμηκτικές | σμηκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σμηκτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σμηκτικός (καθαριστικός)
- για τη φυσική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική smectic ή από τη γαλλική smectique [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /zmi.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμη‐κτι‐κός
Επίθετο
σμηκτικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με το σμήγμα
- που έχει καθαρτική ιδιότητα [2] όπως για φάρμακα και την απόσμηξη, τον καθαρισμό πληγής
- (φυσική) ενδιάμεση κατάσταση της ύλης μεταξύ στερεάς και υγρής μορφής [2] όπως στους υγρούς κρυστάλλους όπου τα μόρια κινούνται με χαρακτηριστική κίνηση[2]
Πολυλεκτικοί όροι
- σμηκτική κατάσταση
- σμηκτικό σώμα
- σμηκτικό επίπεδο
Μεταφράσεις
σμηκτικός
|
|
Αναφορές
- σμηκτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σμηκτικός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- σμηκτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σμηκτικός | ἡ | σμηκτική | τὸ | σμηκτικόν |
| γενική | τοῦ | σμηκτικοῦ | τῆς | σμηκτικῆς | τοῦ | σμηκτικοῦ |
| δοτική | τῷ | σμηκτικῷ | τῇ | σμηκτικῇ | τῷ | σμηκτικῷ |
| αιτιατική | τὸν | σμηκτικόν | τὴν | σμηκτικήν | τὸ | σμηκτικόν |
| κλητική ὦ! | σμηκτικέ | σμηκτική | σμηκτικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σμηκτικοί | αἱ | σμηκτικαί | τὰ | σμηκτικᾰ́ |
| γενική | τῶν | σμηκτικῶν | τῶν | σμηκτικῶν | τῶν | σμηκτικῶν |
| δοτική | τοῖς | σμηκτικοῖς | ταῖς | σμηκτικαῖς | τοῖς | σμηκτικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | σμηκτικούς | τὰς | σμηκτικᾱ́ς | τὰ | σμηκτικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | σμηκτικοί | σμηκτικαί | σμηκτικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σμηκτικώ | τὼ | σμηκτικᾱ́ | τὼ | σμηκτικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | σμηκτικοῖν | τοῖν | σμηκτικαῖν | τοῖν | σμηκτικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σμηκτικός < σμήκτ(ης) + -ικός → δείτε αρχαία ελληνική σμῆγμα (αλοιφή καθαρισμού)
Επίθετο
σμηκτικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- (για φάρμακα) καθαρτικός, καθαριστικός
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 5, 89.3 @scaife.perseus
- δύναμιν δὲ ἔχει ἡ χρυσοκόλλα σμηκτικὴν οὐλῶν, κατασταλτικὴν σαρκωμάτων καὶ ἀνακαθαρτικήν, στυπτικήν τε καὶ θερμαντικήν,
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 5, 108.2 @scaife.perseus
- δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν τε καὶ σμηκτικὴν οὔλων […] πληρωτικήν τε ἑλκῶν καὶ κατουλωτικήν, ἔτι δὲ καὶ κατασταλτικὴν ὑπεροχῶν καὶ σμηκτικὴν ὀδόντων λεία καὶ σώματος εἰς ψίλωσιν τριχῶν.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis De victu acutorum, 3.41, p. 708 @scaife.perseus
- δεομένου μέντοι σμήχεσθαι τοῦ κάμνοντος ἢ διὰ ῥύπον ἢ διὰ κνησμὸν, ἐκλύειν δύναμιν τοῦ σμηκτικοῦ φαρμάκου μίξει πλείονος ὕδατος, ἐπεμβάλλοντας καὶ τοῦ ἐλαίου·
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 65 @scaife.perseus, @el.wikisource
- οἱ βολβοὶ δύσπεπτοι μέν εἰσι, πολύτροφοι δὲ καὶ εὐστόμαχοι, ἔτι δὲ σμηκτικοὶ καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως, διεγερτικοὶ δ’ ἀφροδισίων.
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 5, 89.3 @scaife.perseus
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σμάω
Πηγές
- σμηκτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.