σμῆμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σμῆμᾰ τὰ σμήμᾰτ
      γενική τοῦ σμήμᾰτος τῶν σμημᾰ́των
      δοτική τῷ σμήμᾰτ τοῖς σμήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ σμῆμᾰ τὰ σμήμᾰτ
     κλητική ! σμῆμᾰ σμήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σμήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  σμημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμῆμα < σμάω

Ουσιαστικό

σμῆμα, -ατος ουδέτερο


Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη σμάω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.