σλόγκαν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σλόγκαν < αγγλική slogan < σκωτικά γαελικά sluagh-ghairm (κραυγή μάχης) < παλαιά ιρλανδικά slúag, slóg (στρατός) < πρωτοκελτική *slougos (στράτευμα, στρατός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *slowgʰo- (συνοδεία) + παλαιά ιρλανδικά gairm (κραυγή) < πρωτοκελτική *garman- / *garrman- (κραυγή) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵh₂r-smn- < *ǵh₂r- (κραυγάζω, φωνάζω)

Ουσιαστικό

σλόγκαν ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.