σλαβομακεδονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σλαβομακεδονικός η σλαβομακεδονική το σλαβομακεδονικό
      γενική του σλαβομακεδονικού της σλαβομακεδονικής του σλαβομακεδονικού
    αιτιατική τον σλαβομακεδονικό τη σλαβομακεδονική το σλαβομακεδονικό
     κλητική σλαβομακεδονικέ σλαβομακεδονική σλαβομακεδονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σλαβομακεδονικοί οι σλαβομακεδονικές τα σλαβομακεδονικά
      γενική των σλαβομακεδονικών των σλαβομακεδονικών των σλαβομακεδονικών
    αιτιατική τους σλαβομακεδονικούς τις σλαβομακεδονικές τα σλαβομακεδονικά
     κλητική σλαβομακεδονικοί σλαβομακεδονικές σλαβομακεδονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σλαβομακεδονικός < Σλαβομακεδόν(ας) + -ικός

Επίθετο

σλαβομακεδονικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.