σκύλαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| σκῠλᾰκ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | σκύλαξ | οἱ | σκύλακες | |
| γενική | τοῦ | σκύλακος | τῶν | σκυλάκων | |
| δοτική | τῷ | σκύλακῐ | τοῖς | σκύλαξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | σκύλακᾰ | τοὺς | σκύλακᾰς | |
| κλητική ὦ! | σκύλαξ | σκύλακες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκύλακε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκυλάκοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- σκύλαξ < αβέβαιης ετυμολογίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
σκύλαξ αρσενικό
- κουτάβι, σκυλάκι
- (κατ’ επέκταση) και για άλλα μικρά ζώων
- (ελληνιστική σημασία) κολάρο
Συγγενικά
Πηγές
- σκύλαξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκύλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.