σκυλεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκυλεύω < αρχαία ελληνική σκυλεύω
Ρήμα
σκυλεύω
- γυμνώνω τον αντίπαλο που σκότωσα στη μάχη από τα όπλα του και τα παίρνω ως λάφυρα
- βεβηλώνω ένα νεκρό ή ένα τάφο
- (μεταφορικά) λεηλατώ
- (μεταφορικά) νικώ
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σκυλεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.