σκόρπαινα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκόρπαινα | οι | σκόρπαινες |
| γενική | της | σκόρπαινας | των | σκορπαινών |
| αιτιατική | τη | σκόρπαινα | τις | σκόρπαινες |
| κλητική | σκόρπαινα | σκόρπαινες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σκόρπαινα, Scorpaena onaria
Ετυμολογία
- σκόρπαινα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκόρπαινα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈskoɾ.pe.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκόρ‐παι‐να
Μεταφράσεις
σκόρπαινα
|
→ δείτε τη λέξη σκορπίνα |
Αναφορές
- σκόρπαινα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σκόρπαινα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκόρπαινα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.