σκόλασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκόλασμα | τα | σκολάσματα |
| γενική | του | σκολάσματος | των | σκολασμάτων |
| αιτιατική | το | σκόλασμα | τα | σκολάσματα |
| κλητική | σκόλασμα | σκολάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsko.la.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκό‐λα‐σμα
Μεταφράσεις
σκόλασμα
|
Πηγές
- σχόλασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.