σκολειό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκολειό | τα | σκολειά |
| γενική | του | σκολειού | των | σκολειών |
| αιτιατική | το | σκολειό | τα | σκολειά |
| κλητική | σκολειό | σκολειά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκολειό < σχολείο
Προφορά
- ΔΦΑ : /skoˈʎo/
Μεταφράσεις
σκολειό
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.