υποδηματοποιία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποδηματοποιία | οι | υποδηματοποιίες |
| γενική | της | υποδηματοποιίας | — | |
| αιτιατική | την | υποδηματοποιία | τις | υποδηματοποιίες |
| κλητική | υποδηματοποιία | υποδηματοποιίες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποδηματοποιία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υποδηματοποιία θηλυκό
- η βιομηχανία υποδημάτων
- η τσαγκαρική (μικρής κλίμακας)
Μεταφράσεις
υποδηματοποιία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.