υποδηματοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποδηματοποιία οι υποδηματοποιίες
      γενική της υποδηματοποιίας
    αιτιατική την υποδηματοποιία τις υποδηματοποιίες
     κλητική υποδηματοποιία υποδηματοποιίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποδηματοποιία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υποδηματοποιία θηλυκό

  1. η βιομηχανία υποδημάτων
  2. η τσαγκαρική (μικρής κλίμακας)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.