ἐναρίζω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἐναρίζω
<
ἐν
+ ρίζα
αρ-
(
αἴρω
) +
-ίζω
Ρήμα
ἐναρίζω
,
μέσο-παθητικό:
ἐναρίζομαι
σκυλεύω
, παίρνω ως λάφυρο τον οπλισμό του εχθρού που σκότωσα στη μάχη
φονεύω
,
σκοτώνω
στη μάχη
≈
συνώνυμα
:
ἐναίρω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.