σκύλευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκύλευση | οι | σκυλεύσεις |
| γενική | της | σκύλευσης* | των | σκυλεύσεων |
| αιτιατική | τη | σκύλευση | τις | σκυλεύσεις |
| κλητική | σκύλευση | σκυλεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σκυλεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκύλευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σκύλευση θηλυκό
- Η αρπαγή των ενδυμάτων και των όπλων ενός νεκρού
Μεταφράσεις
σκύλευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.