σκουντούφλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκουντούφλης οι σκουντούφληδες
      γενική του σκουντούφλη των σκουντούφληδων
    αιτιατική τον σκουντούφλη τους σκουντούφληδες
     κλητική σκουντούφλη σκουντούφληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκουντούφλης < σκουντουφλώ + -ης (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

Ουσιαστικό

σκουντούφλης αρσενικό (θηλυκό σκουντούφλα)

  1. (οικείο) αυτός που σκουντουφλά
  2. (οικείο) κατσούφης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.