σκοτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκοτικός η σκοτική το σκοτικό
      γενική του σκοτικού της σκοτικής του σκοτικού
    αιτιατική τον σκοτικό τη σκοτική το σκοτικό
     κλητική σκοτικέ σκοτική σκοτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκοτικοί οι σκοτικές τα σκοτικά
      γενική των σκοτικών των σκοτικών των σκοτικών
    αιτιατική τους σκοτικούς τις σκοτικές τα σκοτικά
     κλητική σκοτικοί σκοτικές σκοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκοτικός <  δείτε τις λέξεις σκωτικός, Σκότος και Σκωτία

Επίθετο

σκοτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.