ξεδούλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεδούλι | τα | ξεδούλια |
| γενική | του | ξεδουλιού | των | ξεδουλιών |
| αιτιατική | το | ξεδούλι | τα | ξεδούλια |
| κλητική | ξεδούλι | ξεδούλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεδούλι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kseˈðu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐δού‐λι
Ουσιαστικό
ξεδούλι ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) το κέρδος που αποκομίζει ένας εργάτης από τη δουλειά του[1]
- ※ Δουλειά βαριά, για βαστάζο χεροδύναμο, όχι για ξεπεσμένο νοικοκύρη. Έβαλε τα δυνατά του για να μην αποφανεί, που τόσο σκληρά παιδευόταν, και του σηκώσει ο άνθρωπος την εμπιστοσύνη και την αποθέσει αλλού. Κι ήρθε το τέλος της βδομάδας και τον σκόλασε, έτσι καταπώς ήταν συμφωνημένο, για μια βδομάδα, και του μέτρησε το ξεδούλι.
- Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Ένα κομμάτι κρέας, 1981. @timesnews.gr
- ※ Δουλειά βαριά, για βαστάζο χεροδύναμο, όχι για ξεπεσμένο νοικοκύρη. Έβαλε τα δυνατά του για να μην αποφανεί, που τόσο σκληρά παιδευόταν, και του σηκώσει ο άνθρωπος την εμπιστοσύνη και την αποθέσει αλλού. Κι ήρθε το τέλος της βδομάδας και τον σκόλασε, έτσι καταπώς ήταν συμφωνημένο, για μια βδομάδα, και του μέτρησε το ξεδούλι.
Μεταφράσεις
ξεδούλι
|
|
Αναφορές
- Δημήτριος Μάργαρης, Ανδρέας Λασκαράτος. Σατιρικοί και ευθυμογράφοι, Αθήνα: Αετός, 1954. σελ. 362
Πηγές
- ξεδούλι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.