σκεπάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκεπάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος σκεπάζω

Ρήμα

σκεπάζομαι, πρτ.: σκεπαζόμουν(α), στ.μέλλ.: θα σκεπαστώ, αόρ.: σκεπάστηκα, μτχ.π.π.: σκεπασμένος

  1. καλύπτομαι από κάτι
    ο κάμπος σκεπάστηκε από το χιόνι που έπεφτε όλη τη νύχτα
  2. ρίχνω πάνω μου κουβέρτες ή άλλο σκέπασμα όταν κοιμάμαι
    Τίποτα κανείς δεν ξέρει• τώρα πέσε και σκεπάσου / στο κρεβάτι ... (Αριστοφάνη Νεφέλαι, μετάφραση Γ. Σουρή)
  3. ρίχνω πάνω μου ένα ρούχο για να καλύψω τη γύμνια μου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.