σκεπάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκεπάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος σκεπάζω
Ρήμα
σκεπάζομαι, πρτ.: σκεπαζόμουν(α), στ.μέλλ.: θα σκεπαστώ, αόρ.: σκεπάστηκα, μτχ.π.π.: σκεπασμένος
- καλύπτομαι από κάτι
- ο κάμπος σκεπάστηκε από το χιόνι που έπεφτε όλη τη νύχτα
- ρίχνω πάνω μου κουβέρτες ή άλλο σκέπασμα όταν κοιμάμαι
- Τίποτα κανείς δεν ξέρει• τώρα πέσε και σκεπάσου / στο κρεβάτι ... (Αριστοφάνη Νεφέλαι, μετάφραση Γ. Σουρή)
- ρίχνω πάνω μου ένα ρούχο για να καλύψω τη γύμνια μου
Μεταφράσεις
σκεπάζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.