σκαφίδωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκαφίδωμα | τα | σκαφιδώματα |
| γενική | του | σκαφιδώματος | των | σκαφιδωμάτων |
| αιτιατική | το | σκαφίδωμα | τα | σκαφιδώματα |
| κλητική | σκαφίδωμα | σκαφιδώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /skaˈfi.ðo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐φί‐δω‐μα
Μεταφράσεις
σκαφίδωμα
|
→ δείτε τη λέξη σκαφίδιασμα |
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.