σκαφιδώνω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ska.fiˈðo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐φι‐δώ‐νω
Ρήμα
σκαφιδώνω, πρτ.: σκαφίδωνα, αόρ.: σκαφίδωσα, μτχ.π.π.: σκαφιδωμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- άλλη μορφή του σκαφιδιάζω
Συγγενικά
- σκαφιδωτά
- σκαφιδωτός
- → δείτε τη λέξη σκάφη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σκαφιδώνω | σκαφίδωνα | θα σκαφιδώνω | να σκαφιδώνω | σκαφιδώνοντας | |
| β' ενικ. | σκαφιδώνεις | σκαφίδωνες | θα σκαφιδώνεις | να σκαφιδώνεις | σκαφίδωνε | |
| γ' ενικ. | σκαφιδώνει | σκαφίδωνε | θα σκαφιδώνει | να σκαφιδώνει | ||
| α' πληθ. | σκαφιδώνουμε | σκαφιδώναμε | θα σκαφιδώνουμε | να σκαφιδώνουμε | ||
| β' πληθ. | σκαφιδώνετε | σκαφιδώνατε | θα σκαφιδώνετε | να σκαφιδώνετε | σκαφιδώνετε | |
| γ' πληθ. | σκαφιδώνουν(ε) | σκαφίδωναν σκαφιδώναν(ε) |
θα σκαφιδώνουν(ε) | να σκαφιδώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σκαφίδωσα | θα σκαφιδώσω | να σκαφιδώσω | σκαφιδώσει | ||
| β' ενικ. | σκαφίδωσες | θα σκαφιδώσεις | να σκαφιδώσεις | σκαφίδωσε | ||
| γ' ενικ. | σκαφίδωσε | θα σκαφιδώσει | να σκαφιδώσει | |||
| α' πληθ. | σκαφιδώσαμε | θα σκαφιδώσουμε | να σκαφιδώσουμε | |||
| β' πληθ. | σκαφιδώσατε | θα σκαφιδώσετε | να σκαφιδώσετε | σκαφιδώστε | ||
| γ' πληθ. | σκαφίδωσαν σκαφιδώσαν(ε) |
θα σκαφιδώσουν(ε) | να σκαφιδώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σκαφιδώσει | είχα σκαφιδώσει | θα έχω σκαφιδώσει | να έχω σκαφιδώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σκαφιδώσει | είχες σκαφιδώσει | θα έχεις σκαφιδώσει | να έχεις σκαφιδώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σκαφιδώσει | είχε σκαφιδώσει | θα έχει σκαφιδώσει | να έχει σκαφιδώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σκαφιδώσει | είχαμε σκαφιδώσει | θα έχουμε σκαφιδώσει | να έχουμε σκαφιδώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σκαφιδώσει | είχατε σκαφιδώσει | θα έχετε σκαφιδώσει | να έχετε σκαφιδώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σκαφιδώσει | είχαν σκαφιδώσει | θα έχουν σκαφιδώσει | να έχουν σκαφιδώσει |
| |
Μεταφράσεις
σκαφιδώνω
|
→ δείτε τη λέξη σκαφιδιάζω |
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.