σκατόπαιδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκατόπαιδο | τα | σκατόπαιδα |
| γενική | του | σκατόπαιδου | των | σκατόπαιδων |
| αιτιατική | το | σκατόπαιδο | τα | σκατόπαιδα |
| κλητική | σκατόπαιδο | σκατόπαιδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σκατόπαιδο ουδέτερο
- παιδί που έχει κακό χαρακτήρα και ενοχλεί τον κόσμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.