σκατολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκατολογία | οι | σκατολογίες |
| γενική | της | σκατολογίας | των | σκατολογιών |
| αιτιατική | τη | σκατολογία | τις | σκατολογίες |
| κλητική | σκατολογία | σκατολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σκατολογία θηλυκό
- το να χρησιμοποιεί κανείς σε μεγάλο βαθμό όταν μιλάει τη λέξη σκατά ή άλλες παρόμοιες
Μεταφράσεις
σκατολογία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.