σκατάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκατάς | οι | σκατάδες |
| γενική | του | σκατά | των | σκατάδων |
| αιτιατική | τον | σκατά | τους | σκατάδες |
| κλητική | σκατά | σκατάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.