σκαμπαβία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκαμπαβία οι σκαμπαβίες
      γενική της σκαμπαβίας των σκαμπαβιών
    αιτιατική τη σκαμπαβία τις σκαμπαβίες
     κλητική σκαμπαβία σκαμπαβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκαμπαβία < ιταλική scampavia < scappavia < scappare (ξεφεύγω) + via

Ουσιαστικό

σκαμπαβία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.