σκέπαστρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σκέπαστρον | τὰ | σκέπαστρᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | σκεπάστρου | τῶν | σκεπάστρων | ||||
| δοτική | τῷ | σκεπάστρῳ | τοῖς | σκεπάστροις | ||||
| αιτιατική | τὸ | σκέπαστρον | τὰ | σκέπαστρᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | σκέπαστρον | σκέπαστρᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκεπάστρω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκεπάστροιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- σκέπαστρον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκεπάζω, σκεπασ- + -τρον
Πηγές
- σκέπαστρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.