σκάμμα
Νέα ελληνικά (el)

σκάμμα σε στάδιο του Χονγκ Κονγκ
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκάμμα | τα | σκάμματα |
| γενική | του | σκάμματος | των | σκαμμάτων |
| αιτιατική | το | σκάμμα | τα | σκάμματα |
| κλητική | σκάμμα | σκάμματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκάμμα < αρχαία ελληνική σκάμμα
Ουσιαστικό
σκάμμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.