σκάφη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκάφη | οι | σκάφες |
| γενική | της | σκάφης | — | |
| αιτιατική | τη | σκάφη | τις | σκάφες |
| κλητική | σκάφη | σκάφες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκάφη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σκάφη θηλυκό
- μεγάλο ξύλινο ανοιχτό δοχείο που χρησιμοποιούνταν παλιότερα για το πλύσιμο των ρούχων
Εκφράσεις
- λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη: λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους, χωρίς περιττές ευγένειες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.