σκάσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκάσιμο τα σκασίματα
      γενική του σκασίματος των σκασιμάτων
    αιτιατική το σκάσιμο τα σκασίματα
     κλητική σκάσιμο σκασίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκάσιμο < σκάω + -σιμο

Ουσιαστικό

σκάσιμο ουδέτερο

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκάω
    το σκάσιμο της βόμβας έγινε σε στιγμή που δεν το περίμενε κανείς
    όλα ξεκίνησαν με το σκάσιμο ενός αθώου φιλιού στο μάγουλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.